Publicitade R▼
μεγάλη ποσότητα (n.)
1.ποσότητα μεγαλύτερη από τισ συνηθισμένες
2.ποσότητα πραγμάτων με όμοια ή με κοινά χαρακτηριστικά
Publicidade ▼
μεγάλη ποσότητα
Ver também
μεγάλη ποσότητα (n.)
↘ στιβάζω
Publicidade ▼
μεγάλη ποσότητα
ακαθόριστη ποσότητα[Hyper.]
έκφραση της καθομιλουμένης[Domaine]
μεγάλη ποσότητα (n.)
ακαθόριστη ποσότητα[Hyper.]
μεγάλη ποσότητα (n.)
Carangidae, family Carangidae (en)[membre]
carangid, carangid fish (en)[Hyper.]
μεγάλη ποσότητα (n.)
grande quantité (fr)[Classe]
ensemble (réunion d'éléments) (fr)[Classe...]
σωρός; μεγάλη ποσότητα από κτ.; μπόλικος; πλήθος; ένα σωρό; χιλιάδες; πολλοί; πάμπολλοι; πολύ[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
πολλοί[Classe]
μεγάλη ποσότητα[Hyper.]
heap (en) - γεμίζω ασφυκτικά - γεμίζω, κατακλύζω, περικυκλώνω, συνωστίζομαι, συρρέω, τσαλαπατώ - άφθονος, πλἠρης[Dérivé]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,047s